Χορήγηση δημοσίων εγγράφων σε τρίτους

Επισημαίνεται ότι η Αρχή δεν έχει αρμοδιότητα να απαντά σε ερωτήματα χορήγησης δημοσίων εγγράφων σε τρίτους (βλ. απόφαση 52/2018). Τα παρακάτω παρατίθενται προς υποβοήθηση του έργου των υπευθύνων επεξεργασίας και των ΥΠΔ του Δημοσίου.

Η Αρχή παγίως έχει κρίνει, με σειρά γνωμοδοτικών της εγγράφων (βλ. ιδίως γνωμοδότηση 6/2013), ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (όπως είναι και η ανακοίνωση δεδομένων κάποιου προσώπου σε τρίτους μέσω της πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα) επιτρέπεται και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (του προσώπου δηλαδή στο οποίο τα δεδομένα αφορούν), εάν είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης του υπευθύνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από τον νόμο. Τέτοια υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας η Αρχή θεωρεί ότι προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ) για το δικαίωμα (και αντίστοιχη αξίωση) πρόσβασης στα δημόσια έγγραφα («διοικητικά» κατά το άρθρο 5 παρ. 1 και «ιδιωτικά» που φυλάσσονται από δημόσιες αρχές κατά το άρθρο 5 παρ. 2), όταν τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου και δεν παραβλάπτεται απόρρητο προβλεπόμενο από ειδικές διατάξεις (άρθρο 5 παρ. 3). Ως διοικητικά έγγραφα θεωρεί, μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και όσα έγγραφα δεν προέρχονται μεν από δημόσιες υπηρεσίες αλλά χρησιμοποιήθηκαν ή ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου.

Ερμηνεύοντας ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 2690/1999 (ΚΔΔιαδ), η οποία επιδιώκει να ρυθμίσει τη σχέση ανάμεσα στην πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα και στην προστασία των προσωπικών δεδομένων προβλέποντας ότι «το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις», έχει κρίνει ότι η έννοια της «ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής» δεν ταυτίζεται αλλά είναι στενότερη της έννοιας των προσωπικών δεδομένων, αντιπαρατάσσεται στη «δημόσια ζωή» και αφορά μια γενικά παραδεκτή, σύμφωνα με τις κοινωνικές αντιλήψεις, «σφαίρα του απορρήτου» του ατόμου. Δέχεται, συγκεκριμένα, ότι όλα τα προσωπικά δεδομένα δεν είναι ικανά εκ της φύσεώς τους να θίξουν την ιδιωτική ζωή κάποιου προσώπου, ενώ ως δυνάμενα να επιφέρουν τέτοιο αποτέλεσμα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κυρίως οι ειδικές κατηγορίες δεδομένων, όπως εκείνα που σχετίζονται με τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή ενός προσώπου δεδομένα.

Στην περίπτωση, αντίθετα, που στα δημόσια έγγραφα περιέχονται προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων, τα οποία σχετίζονται με την ιδιωτική ή οικογενειακή τους ζωή (είτε πρόκειται για «απλά» δεδομένα είτε για ειδικές κατηγορίες δεδομένων), εφαρμόζονται ως επί το πλείστον οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 παρ. γ΄ ή στ΄ του ΓΚΠΔ («απλά» δεδομένα) και 9 παρ. 2 στ΄ του ΓΚΠΔ (ειδικές κατηγορίες δεδομένων) λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων των άρθρων 26 και 30 του ν. 4624/2019.